- παραμεσόγειος
- -α, -οαυτός που βρίσκεται δίπλα στη Μεσόγειο Θάλασσα, που γειτνιάζει με τη Μεσόγειο Θάλασσα, μεσογειακός.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + Μεσόγειος. Η λ. μαρτυρείται από το 1801 στον Δαν. Φιλιππίδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.